ποιητής Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ...ένας δια Χριστόν και δια της γραφής σαλός Ολγα Ντέλλα | |
«Σης δε οστέων καρδία αισθητική»
Μνήμη ποιούμεν του Σκιαθίτη. Μνήμη ποιούμεν της ψυχής. Με ό,τι έχουμε, με ό,τι πίσω του άφησε, τα κατάλοιπα της γραφής και τα «πίσω» της ζωής, με τα όσα έγραψε και με κείνα που δεν έζησε, τα έγραψε, όμως, και ίσως να είναι και το ίδιο τελικά. Με την ποίηση της γραφής προχωρούμε, που απογείωσε τα γραφόμενα, τα παίρνουμε σήμερα και τα προσκυνούμε ως το αντίδωρο εκείνο στο ημίφως μιας αγρυπνίας που μόλις τέλειωσε. Καθώς ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε κατεξοχήν ποιητής. Ενας εμφωλεύων ποιητής, που λάθρα βίωσε το σαράκι της ποίησης. Ισχύει γι' αυτόν η παροιμία του Σολομώντα, που την υιοθέτησε και ο έτερος ποιητής Αγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σε έναν από τους «Επιταφίους» του, εκεί όπου αποχαιρετά τον αγαπημένο του φίλο Μεγάλο Βασίλειο: «σης δε οστέων καρδία αισθητική».1 Σαράκι των οστών είναι η ευαίσθητη ψυχή. Μια τέτοια ευαίσθητη ψυχή, που το σαράκι της έγινε και του σώματος σαράκι, ήταν ο Σκιαθίτης, αυτός που αγκάλιασε από πολύ νωρίς τον αδύναμο, τον καχεκτικό, τον ταλαίπωρο, αυτόν που εμείς χρειάζεται ειδική κρατική πρόνοια για να το κάνουμε, τον επί της γης ξένο και αλλότριο, τον αλλόδοξο και τον αλλοεθνή, μόνο με τη μακρόθυμη αγάπη της ψυχής, που γράφει ο Λορεντζάτος, και όχι τη μικρόθυμη του κόσμου -την τόσο επίκαιρη και ευτελή «λυκοαγάπη» του κόσμου-, μόνο με μια αγάπη με τη μεταφυσική ή την αποκαλυπτική σημασία της, [...] που δίνει νόημα στην άλλην, [...] η αγάπη που «ουδέποτε εκπίπτει», ακόμη και όταν όλα τελειώσουν.2 Και το έκανε, γιατί δεν απώλεσε ποτέ το κέντρο γύρω από το οποίο κινούνται όλα, δεν έχασε το μεταφυσικό κέντρο της ζωής και συνεπώς της τέχνης του,3 το σύμπαν των ορατών και των αοράτων πραγμάτων, που έγραφε ο Claudel.4 Αν εξακολουθούμε σήμερα να μιλάμε γι' αυτόν, είναι γιατί κατόρθωσε να συμφιλιώσει τους δυο τούτους ανερμάτιστους κόσμους και να φυγαδεύσει την αλήθεια μέσα στα γραπτά του, εκείνη την αλήθεια της παραμυθίας, που εξακολουθούμε να την έχουμε απόλυτη ανάγκη. Είναι γιατί κατόρθωσε να εμφυσήσει «το αίσθημα εκείνο της μελαγχολικής αυτοπαρηγορίας»,5 που σαρκώνεται δια της γραφής, αλλά και δια της ανάγνωσης, αίσθημα που στον ίδιο εγκολπώθηκε και στην άνωθεν παρηγορία. Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα Εάν η τέχνη δεν παρηγορεί, εάν δεν καταφέρνει, έστω και με την ανηφόρα της απόγνωσής της να φτάσει και να αγγίξει και να εισβάλει στην ψυχή, εάν η τέχνη δεν πηγάζει από την αλήθεια του βιώματος, αλλά από την εκζήτηση, εάν, κατά συνέπεια, υπάρχει ως πλεόνασμα, ως εξοπλισμός, ως φετίχ και όχι ως αιμορραγία, ως ακροβασία ή ως ανάβαση, εάν δεν υπάρχει σερνόμενη, παρά ίπταται ως εγκεφαλικό κατασκεύασμα, εάν «για το γούστο σέρνει την πέννα»,6 που γράφει ο Ντοστογιέφσκι, φαντάζει όμορφα περιτυλιγμένη, μα κούφια, το γνωστό σεφερικό αδειανό πουκάμισο, η ίδια ανύπαρκτη Ελένη. Φαντάζει μπαλόνι ή φυσαλίδα, καταδικασμένη, αφού μετεωριστεί, να σωριαστεί ξεφούσκωτη. Καταδικασμένη να υπάρχει όσο και αυτός που τη φουσκώνει, όσο και αυτοί που μεγεθύνουν το τίποτά της. ο ίδιος ο «δημιουργός» και η «αυλή» του. Καταδικασμένη να υπάρχει, όπως καταγγέλλει ο Παπαδιαμάντης, ως βεβιασμένη θέση ή πλοκή, άπειρα τα παραδείγματα της σήμερον, και όχι ως ανάμνηση βιώματος ή ως βίωμα αισθήματος.7 Ως αλήθεια, δηλαδή. Εάν η τέχνη εξακολουθήσει να ευαγγελίζεται το τίποτα, να βαλτώνει στο αυτιστικό της σύμπαν, με την αλαζονεία της αρτιότητας ή του αριστουργήματος, που κρατά όσο και ο φελλός σε μια υγρή επικαιρότητα, δεν είμαστε καθόλου μακριά από τα όσα έγραψε ο Θεοτοκάς στο προφητικό μυθιστόρημά του «Καμπάνες», ένα έργο που τόσο λίγο έγινε σημείο αναφοράς, όπως θα του έπρεπε, για τον σύγχρονο πολιτισμό: η τέχνη έκαμε σχολή με το τίποτα, την πρωτοπορία των πρωτοποριών και πανηγυρίζει κιόλας για τα κατορθώματά της και αυτοθαυμάζεται με παιδιάτικο ναρκισσισμό και αλαλάζει «Ζήτω το μηδέν! Ζήτω που εκφράζουμε το μηδέν!».8 Τη σύγχρονη ποίηση τη νιώθω να υπάρχει και να περιφέρεται στους συρμούς του κόσμου και στα σαλόνια του ως το αόρατο εκείνο ένδυμα στο γυμνό σώμα ενός αυτοκράτορα που παρελαύνει κομπάζοντας, διακηρύσσοντας τη δήθεν πραμάτεια του. Με τις ελάχιστες εξαιρέσεις παραμυθίας που μας κρατάνε όρθιους. Το Ψ στη λέξη Ψυχή Τα έργα από μια τέχνη που έχασε το μεταφυσικό κέντρο της ή ένα οποιοδήποτε όραμα πνευματικό, κατά τον Λορεντζάτο, είναι έργα ακέφαλα και ο κόσμος μες σε τούτη την τέχνη ανημπόρετος και ομφαλοσκοπεί μες σε μια δαχτυλοδειχτούμενη απομόνωση. Ωστόσο, ορισμένοι αποδημητικοί αετοί πήραν διαζύγιο με τον κόσμο αυτό,9 επανευρίσκοντας ή ποτέ μη χάνοντας το δικό τους μεταφυσικό κέντρο και ξαναδίνοντας στον κόσμο το δικό του. Ο Παπαδιαμάντης είναι ένας από αυτούς τους αποδημητικούς αετούς, που, από πολύ νωρίς έπιασε τις άκρες του κόσμου τούτου, έσκυψε πάνω στον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων,10 μάλιστα φλέγεται απ' τα πράγματα, γράφει ο Καρούζος, σε βαθμό τραγωδίας. Και αυτό είναι που συμβαίνει στον μεγάλο καλλιτέχνη και δεν μπορεί να συμβεί στο μικρό καλλιτέχνη, δηλαδή το χαρωπό δυστύχημα να διχάζουμε την ορμή μας. Ή αλλιώς, η καθαρότητα να υποφέρουμε.11 Και ο Σκιαθίτης υπέφερε εν σιωπή δια βίου. Υπήρξε αετός, το οικείο σχήμα του σταυρού ή της πτήσης, μα λαβωμένος αετός, που κατόρθωσε, καθημαγμένος, ωστόσο κατ' ουσίαν λευκοφόρος, να φτάσει στη φωλέα των ορέων του ή των υπογείων του. Και ήταν λευκοφόρος, γιατί κατά πώς το γράφει ο Ελύτης: «είναι κανείς από το μέρος της αθωότητας -«λευκοφόρος την διάνοιαν», που λέει κι ο Ρωμανός- σε δύο περιπτώσεις: όταν δεν έχει φτάσει στο σημείο να υποψιασθεί καν το μαύρο. κι όταν το έχει διατρέξει ώς την έσχατη άκρη του, έτσι που να πατήσει από το άλλο μέρος πάλι στο λευκό. Με πλήρη συνείδηση ότι όσα γνώρισε στο αναμεταξύ του είναι απολύτως άχρηστα».12 Ο Παπαδιαμάντης ήταν καθ' οδόν μες στο μαύρο, θαμπωμένος, όμως, από το φως της εξόδου. Προς την έξοδο βάδιζε, άλλοτε στο ημίφως, άλλοτε στο πλήρες σκοτάδι, κάποτε φωτισθείς από το μεταφυσικό ή το υπόσκαφο ερωτικό φως, τον Θεό ή τον άνθρωπο, σκόνταψε πάλιν και πολλάκις, όμως, όταν σκοντάψεις μια και καλή, γράφει ο Πεντζίκης, τότε ανταμώνεις το αρχικό Ψ στη λέξη Ψυχή, που ξεπερνά το ιδιωτικό σχήμα και τον κόσμο κατοικεί.13 Οταν ανταμώσει ο καθείς το αρχικό Ψ της δικής του Ψυχής είναι σαν να έχει ανταμώσει την ψυχή του κόσμου. Και ο Σκιαθίτης κατόρθωσε να ανταμώσει το κεφαλαίο Ψ της ψυχής του κόσμου. Απέναντι σε τούτη την αντάμωση δεν έβγαλε φτερά πλάνης και γι' αυτό δεν έλαβε αντιχάρισμα του κόσμου τούτου. Τα τερτίπια του σιναφιού δεν καταδέχτηκε, αληθινός στάθηκε, αδιαφορώντας για την κοινή επιπλέουσα γνώμη των ομοτέχνων του, δηλαδή μη ζητώντας να γίνει αρεστός. Χαράζοντας εν τέλει τον δικό του άβατο δρόμο. Γι' αυτό και λαμπάς φωτός υψώθηκε σε άγονους και ανέραστους καιρούς,14 αυτή η συμμαζεμένη και συνεσταλμένη ψυχή, η βαθιά ερωτική, η του κόσμου ερωτική και της αγάπης, που δεν εκτοξεύτηκε σε άνθρωπο, και για τούτο το πλησίον του σύμπαν αγκάλιασε, προκειμένου να αναπαυτεί. Και αναπαύτηκε. Στο πλάι των συναναστροφών στάθηκε και στο κελί της μοναξιάς του βυθίστηκε, σε σήραγγα κατέβηκε, που ήταν του Δερβίση. Του επί γης παρεπίδημου και μονάχου. Αδύναμος ένιωσε και ότι δεν επαρκεί ένιωσε. Οτι απλώς γράφει. Ισχυρός, ωστόσο, μες στην αδυναμία του, μα κείνος δεν το ήξερε: «Και συ; Φιλοσοφείς, ως εγώ, και ουδέν πράττεις».15 «Αυτή την ψυχή τη λέω αθωότητα», λέει ο Μικρός Ναυτίλος, αυτή την ψυχή που «μεταγλώττισε και στενογράφησε το λείο και το χλοερό, το δριμύ και το εκστατικό, που η μόνη γνήσια και αυθεντική τους παραπομπή ενυπάρχει στην ψυχή του ανθρώπου».16 Αυτή τη γραφή τη νιώθω ελεημοσύνη. Οι πόλεις των ποιητών Ο Σκιαθίτης άνοιξε τις φτερούγες της ψυχής και της γραφής του και σκέπασε όλους του φτωχούς και τους κατατρεγμένους, τους απόκληρους μιας κοινωνίας που σε τίποτα δεν διαφέρει από τη δική μας. Καθώς η υποκρισία και οι κοινωνικές συμβατικότητες δεν ήταν προνόμιο μόνο της δικής του εποχής, παρά μεταφυτεύονται ως ένα απαραίτητο γονιδιακό σύμπλεγμα στις κατοπινές κοινωνίες, που κάποτε αποβάλλεται από εξέχουσες ψυχές, όπως η δική του, μα τις περισσότερες φορές διατηρείται ως η προϋπάρχουσα πέτρα του αναθέματος. Ποιος ο Χριστός που θα τη βάλει στην άκρη; Ο Παπαδιαμάντης υπήρξε ένας δια Χριστόν και δια της γραφής σαλός. Ούτε καν σκέφτηκε να υψώσει πέτρα αναθέματος, παρά τις δέχτηκε στο σαρκίο του αλύπητα, στον εαυτό του και για λογαριασμό των άλλων. Εισέπραξε την οδύνη, τις αποπομπές, την απόλυτη μοναξιά. Δημιούργησε εκ κρυπτώ και εν σιωπή. Σήμερα, πολλοί από αυτούς που λιγώνονται στο άκουσμα του ονόματός του, που θα προβούν σε εκθειαστικές συνάξεις και φιλολογικά μνημόσυνα, ζήτημα είναι, εάν ζούσαν στην εποχή του, εάν του έριχναν ένα βλέμμα συμπάθειας ή αναγνώρισης. Οι σύγχρονοι εκθειαστές του ενδεχομένως να ήταν οι διώκτες του. Γιατί «Καμιά πόλη / δεν άντεξε τον ποιητή μέσα της / Καμιά / δεν μπήκε στον κόπο / να τον κοιτάξει στα μάτια / Οσο ζούσε / τον βασάνισαν / Οταν πέθανε / μόνο μεταθανάτια / τον δέχτηκαν / Οχι γιατί τον παραδέχτηκαν / ή έστω αποδέχτηκαν την ποίησή του /παρά γιατί προσέδιδε [...]».17 Γιατί ο κόσμος δεν άλλαξε και «ενόει αυτός καλά από κόσμον, [...]. Και τυχερός να είσαι, κατάλαβες, καλό δεν σου λέγουν, μόνον «σου κάνουν πρόσωπο»,18 κι απ' οπίσω σου σκάβουν τον λάκκο. και άτυχος να είσαι, πάλιν «τύφλα!» σου φωνάζουν όλοι». Δεν θα τον ανέχονταν λοιπόν. Δεν θα άντεχαν το γεγονός ότι πήρε το μέρος των αδυνάτων, η κοινωνία δεν ανέχεται τους αδύνατους, αυτούς που ξεφεύγουν από τον κοντόφθαλμο μέσο όρο, η κοινωνία δεν αντέχει την αδυναμία, είτε της ψυχής είτε και του σώματος, νέους όρους θεσπίζει και ετικέτες βάζει, προκειμένου ένα δήθεν πρόσωπο ανοχής να υιοθετήσει, της προόδου προσωπείο, όμως, ούτε καν ανέχεται, βλέμμα λύπησης και αποπομπής δεν παύει να τους ρίχνει, βλέμμα που σκοτώνει, γιατί τους τσαλακωμένους δεν τους «χωρά» και εύσχημα ή άκομψα τους εκδιώκει. Τι άραγε άλλαξε από τότε; Η ελεημοσύνη της γραφής Ο Σκιαθίτης στάθηκε ασπιδοφόρος άοπλος, ενώπιον εκείνων των «[...] χλευαζόντων σκληρώς την αδυναμίαν».19 Στάθηκε σπλαχνικός έναντι των ανθρώπων εκείνων που, «[...] δεν ήσαν βεβαίως ούτε άγιοι ούτε φύσει κακούργοι. Ησαν αμαρτωλοί, υποπεσόντες κατά κόρον εις τα συνήθη και κοινά παρά πάσι πταίσματα».20 Στάθηκε απείρως επιεικής, μια ανοιχτή παλάμη της ψυχής. «Αυτός ο ταπεινός, ο λιγομίλητος, έλκεται προς τους ταπεινούς», γράφει η Ολγα Βότση, «εκεί βρίσκεται το σπίτι του, εκεί βρίσκεται η πατρίδα του και η καρδιά του».21 Ελκεται από τα ναυαγίων ναυάγια,22 από τους θαλασσοπνιγμένους23 της ζωής, από τους έως σήμερα άστεγους, που συνεχίζουν να ξενυχτούν στους άφρακτους νάρθηκες των εκκλησιών του κόσμου, που ευρίσκουν εκεί καταφύγιον, υπό την σκέπην24 των αγίων προστατών, αφού έχουν απολέσει προ πολλού την του κόσμου σκέπην. Eλκεται και από εκείνους τους «φτωχούς αγίους», από εκείνους τους ανώνυμους, που ευωδιάζουν τα σώματά τους, που κάποτε την αγιοσύνη τους μαρτυρεί μονάχα η ψυχή των ανθρώπων του λαού και όχι η επίσημη Εκκλησία. Προσκυνά αυτούς που δεν αναγνωρίστηκαν και ίσως δεν αναγνωριστούν ποτέ, είναι αναγνωρίσιμοι, όμως, «εις τους οφθαλμούς της ψυχής».25 Eλκεται και σκύβει πάνω σε κάθε πονεμένο, ακόμη και αν το πονεμένο είναι ένα δέντρο. Πάλιν και πολλάκις έστρεψε το βλέμμα του στους βουβούς μάρτυρες του κόσμου τούτου, για να γίνει δυσάρεστος και αντιπαθής σε όσους θίγονταν. Η ιστορία των δέντρων, άλλωστε, επαναλαμβάνεται με την ίδια ασπλαχνία: «Ο ήλιος ήτον ως δύο καλαμιές υψηλά, [...] είτα ανήλθον ασθμαίνοντες εις του Ματαρώνα τον Πεύκον, όστις ίστατο τότε ακόμη εκεί και ευηργέτει τους οδοιπόρους με την παρήγορον σκιάν του εις την κορυφήν του υψώματος, πριν ασυνείδητος βάρβαρος, τη ανοχή ή τη ενοχή εκείνων τους οποίους ο πλέον άτυχος των λαών του κόσμου, εκ περιτροπής εκλεγει άρχοντας και προστάτας του, ρίψη ασπλάγχνως κάτω το περικαλλές δένδρον και απογυμνώση το τοπίον του μοναδικού στολισμού του».26 Eλκεται και άλλοτε λυγίζει μπρος στον μέτοικο του κόσμου, μέτοικος και ο ίδιος και ξενάκι, δερβίσης γίνεται, μα ξεπεσμένος, όπως αλλού άγιος, μα φτωχός άγιος, και ναυάγιο και δίχως στεφάνι. Τα στερητικά της ζωής απαλύνονται στη γραφή του. Ψηφίδες τα πρόσωπα, ψηφίδες και τα διηγήματα, ακριβό ψηφιδωτό και αναλλοίωτο. Γίνεται, λοιπόν, δερβίσης, άστεγος, ανέστιος, φερέοικος,27 γίνεται πλάνητας και υπερόριος. Γίνεται αυτός που δεν του επετράπη η του κόσμου είσοδος, αυτός που αγνοεί πού να υπάγη,28 που αιμωδιασμένος, βρεγμένος, κρυωμένος, σέρνεται εις τον επάνω κόσμον.29 Σέρνεται, και την ίδια ώρα στις σήραγγες της ψυχής και του μυαλού του κατεβαίνει, στο χαώδη λαβύρινθό του, για να ανέλθει έπειτα, με το ακριβό της γραφής και να το αποθέσει στα χέρια μας, Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ... Ασκ ολσούν τσιβιρινέκ.30 Σφαίρα είναι ο κόσμος και γυρίζει, μα χαρά σ' εκείνον που ξέρει να τον γυρίζη, τον κόσμον αυτόν.31 Υιοθετεί το πρόσωπο της δυστυχίας και αναρωτιέται, όπως ο Αγιος στο Βλογημένο μαντρί του Κόντογλου, -Ε, και πού, σ' αυτόν τον κόσμο,32 πού άνθρωπος σ' αυτόν τον κόσμο να γυρίσει να κοιτάξει, πού άνθρωπος τη δυστυχία να ευσπλαχνιστεί, πού άνθρωπος να μην την προσπεράσει. Ποιος ο Σαμαρείτης που θα σταθεί και θα σκύψει. O,τι αναζήτησε ο Σκιαθίτης στο χοϊκό του περίγυρο είναι ό,τι αναζητά ο κόσμος σήμερα απεγνωσμένα και δεν το βρίσκει: «Εβάδιζον με την ασθενή ελπίδα ότι θα υπήρχε σιμά κάπου, αν όχι καλύβη χωρικού, τουλάχιστον μανδρίον ποιμένος, και ότι θα εύρισκον ψυχήν συμπονούσαν εις την δυστυχίαν των».33 «Ε! δεν είναι άνθρωποι εδώ;».34 Τους ανθρώπους που αναζήτησε, τους ανθρώπους συνεχίζει να αναζητά και ο άνθρωπος σήμερα. Οι ανάγκες για ανθρώπινη επαφή δεν αλλοιώθηκαν, ούτε και ξεπεράστηκαν. Και εξακολουθεί -σήμερα, ίσως, όσο ποτέ- να φτάνει έως εμάς η ίδια, «η βαθεία, θρηνώδη φωνή του σαλεπτσή, [...] ως κρωγμός αγνώστου ορνέου, το οποίον είχε χάσει τον αέρα του, και είχεν ενσκήψει μέσα εις την πόλιν, κ' εζήτει αρπάγματα να σπαράξη.35 Ή ανθρώπους, για να βοηθηθεί. Και δεν τους βρίσκει. Και ίσως, λέει, ίσως, οι του Κάτω Κόσμου και το πνεύμα μιας άλλης εποχής ανίσως περιεφοίτα εκεί, και ηδύνατο να ίδη τον άμοιρον Δερβίσην, διωγμένον, εξωρισμένον, ανέστιον, ριγούντα ανά την στενωπόν, έρποντα αναμέσον δύο σειρών παλαιών οικίσκων, θα τον εσπλαγχνίζετο.36 Μα τώρα, απόκοσμος του κόσμου και εκδιωγμένος και ποιος θα γυρίσει στα μάτια να τον ανταμώσει και αν άφαντος γίνει, κι αν ζη, ή απέθανε, ή περιπλανάται εις άλλα μέρη, ή τυχόν ανεκλήθη από της εξορίας, ή τάχα επανέκαμψεν εις τον τόπον του, ποιος το ξέρει. Κανείς δεν ηξεύρει.37 Η ιστορία του δερβίση θα μαρτυρεί την ες αεί ιστορία των προσφύγων. Το πρόσωπο του δερβίση θα διασώζει το πιο αληθινό πρόσωπο του Παπαδιαμάντη. Eλκεται από αυτούς που τους είπαν «αμαρτωλούς», από αυτούς που αστόχησαν, από κείνον που, όπως ο ίδιος, επνίγετο καθημερινώς εις τον πυθμένα του ποτηρίου,38 πάνω τους σκύβει και τους λυγίζει, απόκληρος ο ίδιος, για τους απόκληρους του κόσμου μιλά, τα πιο γνήσια παιδιά του Θεού. Ψάλλει της γραφής μνημόσυνα, ακόμη και γι' αυτούς που η επίσημη Εκκλησία δε θα τους ψάλει, αυτούς που την οδύνη του κόσμου δεν την άντεξαν, παρά στο σκότος βυθίστηκαν, δίχως να προλάβουν την πρόγευση του φωτός, που, κλονισμένοι, στην απόλυτη απόγνωση κατέφυγαν και από κει δεν κατάφεραν να ορθωθούν, παρά ποντίστηκαν παρακάτω. Τους ψάλλει, τροπάρια και απολυτίκια, τους ψάλλει διηγήματα και χαμηλόφωνα ποιήματα, μικρές ή μεγάλες υπόσκαφες πολιτείες, όπως εκείνες δίπλα από την Καισάρεια. Ψάλλει τους αυτόχειρες, αφού δεν ήτο κανείς ισχυρός ενδιαφερόμενος, δια να εκβιάση την «ελαστικότητα» των νόμων και των κανόνων, τους ψάλλει μαζί με τις γερόντισσες, τις χήρες, τις κόρες του λαού, τους αγυιόπαιδες, μαζί με αυτούς που δεν εξέχουν στην κοινωνική κλίμακα, όπως η έρμη εκείνη ξένη, που εύρε τον πικρόν θάνατον εκουσίως εις την άλμην του κύματος.39 Τους ψάλλει, και τα τροπάρια της Νεκρώσιμης Ακολουθίας διήγημα γίνονται, όπου μέσα εκτοξεύεται και ξορκίζεται ο πόνος και της δικής του ψυχής. Ελκεται από τους συκοφαντημένους και τους αδικημένους, από αυτούς που πηγαίνουν μαζί με τους Μάρτυρας,40 από αυτούς που είναι τα εύκολα και εύλογα θύματα της όποιας εξουσίας -και της εκκλησιαστικής: «Εως πότε όλη η αυστηρότης των «αρμοδίων» θα διεκδικήται και θα ξεθυμαίνη μόνον εις βάρος των πτωχών και των ταπεινών;41 Εως πότε; αναρωτιέται και γνωρίζει την απάντηση. Γι' αυτό συνεχίζει να γράφει, υπερασπιζόμενος τους μη έχοντας φωνή και τους μη ανευρίσκοντας ακρόαση, αυτούς που δεν υπήρχε πλέον άσμα ούτε φθόγγος ούτε ήχος ικανός να εκφράση το τι υπέφεραν,42 αυτούς που υποφέρουν εν σιωπή.43 Ελκεται από κείνον που είναι κάτι περισσότερον του εκ γενετής τυφλού, που ήτο εκ γενετής κατάδικος,44 έλκεται από τη ματωμένη του καρδιά,45 γιατί γνωρίζει ο ίδιος και το νιώθει, αυτός ο ανίατος, αυτός που ο πόνος ηγρύπνει εντός του,46 γνωρίζει ότι ο πόνος θα είναι η ζωή του.47 Οπως και ήταν. Κανένας δε μίλησε για τη Ρωμιά όπως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης,48 γράφει ο Λορεντζάτος. Και μίλησε έτσι, από καρδιάς δηλαδή, γιατί μόνο αυτός, όπως και ο Σολωμός, ακολούθησαν αντικανονικό δρομολόγιο: δηλαδή «ανέβηκαν» έως τον λαό.49 Και ήταν φυσικό να χαριστεί σ' αυτούς αυτή η «ανάβαση», γιατί οι υπόλοιποι, αυτοί που μας έχουν και σήμερα από παντού και παντοιοτρόπως κατακλύσει, αυτοί οι άνθρωποι που λιάζονται αμέριμνα στην όχθη του ποταμού, αυτοί που «κάνουν τέχνη», δεν μπορούν ποτέ να νιώσουν τον φριχτό κραδασμό μιας τραγικής πτώσης σ' ένα αβυσσαλέο βάραθρο, δεν μπορούν να νιώσουν τον άπειρο πόνο στα πόδια και στα χέρια που τσακίζονται. Μόνο η άβυσσος μπορεί να καταλάβει την άβυσσο,50 γράφει η Βότση. Και ο Παπαδιαμάντης υπήρξε εγκάθειρκτος της αβύσσου κι ας ατένιζε το φως. Το ένιωθε να τον ζεσταίνει από ψηλά, βυθισμένος σ' ένα φρέαρ, που δεν πνιγόταν μεν, όμως το φως το έβλεπε μες απ' το σκοτάδι. Εγκλειστος στο φρέαρ του και στα τοιχώματά του, μα ακριβώς αυτός ο εγκλεισμός τού επέτρεψε να σταθεί με άπειρη επιείκεια ενώπιον της ανθρώπινης ψυχής, γιατί ήταν και ο ίδιος κρημνισθείς στην ίδια άβυσσο. Ετσι έγραψε. Καθημαγμένος και κρημνισθείς και εντός του φρέατος. Λουσμένος, όμως, από φως. Μπλέκεται στους πονεμένους της Δεύτερης Ανάστασης, είναι η σκιά της γυναίκας τούτης που δεν ετόλμα να πάγη ν' ανακατωθή με τας άλλας γυναίκας δια ν' ακούση τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Εκείνης, που ήθελε να ήτον τρόπος να κρυβή [...], που εφοβείτο μήπως γυρίσουν και την κοιτάξουν. Είναι τα δάκρυα εκείνης, που η ζωή της όλη μια χοϊκή Μεγάλη Παρασκευή, εκείνης που έκλαιε μέσα της και εμελετούσε να πάγη κι αυτή [...] ν' ασπασθή κλεφτά κλεφτά τον Επιτάφιον, και να φύγη, καθώς η Αιμόρρους εκείνη, η κλέψασα την ίασίν της από τον Χριστόν. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, [...] της έλειπε το θάρρος, και δεν απεφάσιζε να υπάγη. Της ήρχετο παλμός.51 Και έμενε πίσω, στα μετόπισθεν των πιστών, εκεί, ως αποσυνάγωγος και αμαρτωλή, λες και Εκείνος δεν ήρθε να ευαγγελιστεί την ανοιχτή αγκάλη προς όλους, όμως, εμείς, οι δήθεν και όποιοι εκλεκτοί του, φροντίσαμε με τρόπους παντοίους να εκδιώξουμε τον πλησίον. Για τούτο και αυτή, που έβλεπε τον εαυτό της μέσα από τα μάτια των άλλων, ως μίασμα και ως περιπεσούσα, αργά την νύκτα, όταν η ιερά πομπή μετά σταυρών και λαβάρων και κηρίων εξήρχετο του ναού, [...], και θόρυβος και πλήθος και κόσμος εις το σκιόφως πολύς, [...] τότε και η πτωχή αυτή [...] εις το μικρόν παράθυρον της οικίας της, μισοκρυμμένη όπισθεν του παραθυροφύλλου εκράτει την λαμπαδίτσαν της, με το φως ίσα με την παλάμην της, κ' έρριπτεν άφθονον μοσχολίβανον εις το πήλινον θυμιατόν, προσφέρουσα μακρόθεν το μύρον εις Εκείνον, όστις εδέχθη ποτέ τα αρώματα και τα δάκρυα της αμαρτωλού, και μη τολμώσα εγγύτερον να προσέλθη και ασπασθή τους αχράντους και ηλοτρήτους και αιμοσταγείς πόδας Του.52 Στεκόταν μακρόθεν λοιπόν και μη τολμώσα. Τους αυτονόητους συνειρμούς, τους βιβλικούς εννοώ, τους κάνει ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης, τους σκορπά εδώ και εκεί μες στα γραφόμενά του ως καταγγελία και άνευ δισταγμού, για να καταγγείλει την αδιανόητη αναλγησία των ανθρώπων που απλώς θρησκεύουν, τη δική μας αναλγησία, για να μεμφθεί την απομάκρυνσή μας από της Αγάπης το πρόσωπο, για να κραυγάσει τη δική του απογοήτευση και ανημπόρια μπρος στις κλειστές θύρες του κόσμου. Αναρωτιέται ο Unamuno στην «Αγωνία του Χριστιανισμού», έργο στο οποίο αρμόζει η επιστροφή -της ανάγνωσης εννοώ-, μα μήπως οι Αδελφοί Καραμαζώφ δεν είναι Ευαγγέλιο;53 Μα μήπως τούτο, μα και άλλα πολλά, διηγήματα ή και ψήγματα του Σκιαθίτη, δεν είναι Ευαγγέλιο, δεν σε υποχρεώνουν πάνω τους να σκύψεις και να τα ασπασθείς; Η γυναίκα τούτη, η «δίχως στεφάνι», η καταδικασμένη στον κοινωνικό στιγματισμό και την περιθωριοποίηση, προσέφερε και αυτή το θυμίαμα των δακρύων της μακρόθεν, γιατί τας καλάς ημέρας δεν είχε τόλμης πρόσωπον να υπάγη κι αυτή εις την εκκλησίαν.54 Και την Κυριακήν το πρωί, βαθιά μετά τα μεσάνυκτα, ίστατο πάλιν μισοκρυμμένη εις το παράθυρον, κρατούσα την ανωφελή και αλειτούργητην λαμπάδα της, και ήκουε τας φωνάς της χαράς και τους κρότους, κ' έβλεπε κ' εζήλευε μακρόθεν εκείνας, οπού επέστρεφαν τρέχουσαι φρου φρου από την εκκλησίαν, φέρουσαι τας λαμπάδας των λειτουργημένας, αναμμένας έως το σπίτι, ευτυχείς, και μέλλουσαι να διατηρήσωσι δι' όλον τον χρόνον το άγιον φως της Αναστάσεως. Και αυτή έκλαιε κ' εμοιρολογούσε.55 Και μόνον το απόγευμα της Λαμπρής, όταν εσήμαινον οι κώδωνες των ναών δια την Αγάπην, την Δευτέραν Ανάστασιν καλουμένην, μόνον τότε ετόλμα να εξέλθη από την οικίαν, αθορύβως και ελαφρά πατούσα, τρέχουσα τον τοίχον-τοίχον, [...]. Και από τοίχον εις τοίχον έφθανεν εις την βόρειον πλευράν του ναού, και δια της μικράς πλαγινής θύρας, κρυφά και κλεφτά έμβαινε μέσα. Γιατί εις τας Αθήνας, ως γνωστόν, η πρώτη Ανάστασις είναι για τις κυράδες, η δευτέρα για τις δούλες. Και εκείνη εφοβείτο τας νύκτας να υπάγη εις την Εκκλησίαν, μήπως την κοιτάξουν, και δεν εφοβείτο την ημέραν, να μην την ιδούν. Διότι οι κυράδες την εκοίταζαν, οι δούλες την έβλεπαν απλώς. Εις τούτο δε ανεύρισκε μεγάλην διαφοράν. Δεν ήθελεν ή δεν ημπορούσε να έρχεται εις επαφήν με τας κυρίας, και υπεβιβάζετο εις την τάξιν την υπηρετριών. Αυτή ήτο η τύχη της.56 Oμως, η Χριστίνα η Δασκάλα το απόγευμα του Πάσχα, εις την ακολουθίαν της Αγάπης, κρυφά και δειλά εισείρπεν εις τον ναόν, δια ν' ακούση το «Αναστάσεως ημέρα» μαζί με τις δούλες και τις παραμάνες. Αλλ' Εκείνος, όστις ανέστη «ένεκα της ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων», όστις εδέχθη της αμαρτωλής τα μύρα και τα δάκρυα και του ληστού το Μνήσθητί μου, θα δεχθή και αυτής της πτωχής την μετάνοιαν, και θα της δώση χώρον και τόπον χλοερόν, και άνεσιν και αναψυχήν εις την βασιλείαν Του την αιωνίαν.57 Οι λεπτομέρειες της έξωθεν περιγραφής, ενισχύουν και υπογραμμίζουν το ένδον δράμα. Ο λόγος στέκεται στις κινήσεις του σώματος, σε αυτές που έγιναν και σε αυτές που «δεν», παύσεις κάνει και επιβραδύνεται, για να λαξεύσει έτσι τις κρυφές πτυχές της ψυχής. Για να καταδείξει περισσότερο τον αποκλεισμό και τη μοναξιά. Για να καταγγείλει την απόρριψη. «Το μάτι του», γράφει η Βότση, «εισχωρεί [...], όχι για να μας περιγράψει μόνο τα πράγματα, μα για να φωτίσει καρδιές που αγωνιούνε, που φοβούνται μές στη νύχτα, που κλαίνε». Για το λόγο τούτο, από «αληθινή αγάπη» και μόνο, είναι που «ο λόγος του σκίζει σα μαχαίρι».58 Η δίχως στεφάνι δικαιώθηκε κάπως αργά, όπως και αυτός ο ίδιος που τη σπλαχνίστηκε. Το διήγημα τούτο μαντήλι γίνεται και μια αγκαλιά γίνεται, μαντήλι τα δάκρυα να σκουπίσει και μια αγκαλιά, αγκαλιά να αγκαλιάσει, από αυτόν που αγκαλιά δεν γνώρισε. Ομως, τούτος είναι ο Σκιαθίτης. Τολμά να πονέσει για τους άλλους και επομένως, να θίξει αυτούς που ασκούν την όποια εξουσία, εξοστρακίζοντας τον αναγκεμένο από τον μοναδικό ίσως τόπο της παραμυθίας του. Τολμά να γίνει δυσάρεστος και αντιπαθής, εχθρούς να ξεσηκώσει και με τις συμβάσεις να τα βάλει, αυτός, ένας από τους τελευταίους γνήσιους επί Γης μαθητές του Χριστού. Οι περισσότεροι, καθώς η κοινωνία είμαστε εμείς, είμαστε οι χριστιανοί της πρώτης Ανάστασης, και όχι οι αστεφάνωτοι χριστιανοί της δεύτερης, της Ανάστασης των δούλων, των απόκληρων γυναικών, των αποδιοπομπαίων της κοινωνίας. Εμείς ανήκουμε στην πρώτη Ανάσταση, τον Παπαδιαμάντη θα τον ανταμώσουμε φωτισμένο στο ημίφως της δεύτερης, σε μια γωνιά να σιγοψάλλει τα αναστάσιμα τροπάρια, μουσκεμένο σε μια μετάνοια καθ' οδόν, που κράτησε όσο και η χοϊκή παρουσία του. «Κανένας άλλος στα νεώτερα χρόνια», γράφει ο Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος, «δεν μας δίδαξε σαν τον Παπαδιαμάντη να ονομάζουμε και να δεχόμαστε όλα τα πλάσματα και τα πράγματα».59 Γιατί κανένας ίσως άλλος δεν ύψωσε τη γραφή ως την ελεημοσύνη. Και «η ποίηση» δεν θα πάψει να είναι «ελεημοσύνη στην παλάμη ενός κόσμου κουλού»,60 γράφει ο Αργύρης Χιόνης. Ενα όρος Σαραντάριο Ο δρόμος του δεν ήταν λεωφόρος, παρά ήταν χωματόδρομος, δεν περπάτησε στο ίσωμα, παρά ανέβαινε, μέρα τη μέρα, ένα όρος Σαραντάριο, που ήταν η ζωή του, ήταν και η γραφή του. Και οι εκκλησιές του δεν ήταν οι μητροπόλεις, ούτε και οι περίλαμπροι τόποι, όπου μεσουρανούσε η «θύραθεν» εξουσία, παρά τα ταπεινά ξωκλήσια, όπου μεγαλουργούσε η απλότητα και ο πόνος των μικρών και ταπεινών: «Ο λαός, δουλεύων, τυραννούμενος, πενόμενος, αγροδίαιτος, διασπειρόμενος κατά κώμας και χωρία, μη έχων πόρους να κτίση μεγάλας και λαμπράς εκκλησίας, έκτισε πολλάς και πενιχράς. Ο δε Σωτήρ, συγκαταβατικώτερος των επισήμων επί γης διερμηνευτών του, «μνημονεύων των επί γης διατριβών», καθώς είπεν ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ενθυμούμενος την πενιχράν προσφοράν της χήρας, εδέχετο και του πένητος λαού του τον ευσεβή φόρον, καθώς εδέχθη εκείνης τα δύο λεπτά».61 Αυτή τη δυσκολεμένη ζωή σκύβει και προσκυνά, αυτούς τους πενιχρούς επιταφίους των μικρών αγροτικών ναΐσκων, αυτούς που δεν είχαν ανάγκην άλλης πολυτέλειας.62 Και την ίδια ώρα μέγιστο μάθημα δίνει σε όλους της απλότητας και της ουσίας που χάθηκε και μέσα από την Εκκλησία. Χτυπά με τον τρόπο της γραφής την επίπλαστη πολυτέλεια, τη μη αρμόζουσα, την περιττή, την προκλητική, χτυπά και όσους έχουν απολέσει το κέντρο της θρησκευτικής ζωής και το έχουν αναγάγει σε εξωραϊσμό του τόπου, σε περικαλλείς και υπέρλαμπρους ναούς, ναούς, από όπου ίσως και να απουσιάζει το ταπεινό πρόσωπο του Χριστού. Στρέφεται ενάντια σε όσους έχουν χάσει την απλότητα του θρησκευτικού βιώματος, σε όσους απώλεσαν την πίστη, φορτώνοντάς την με περιττά ψιμύθια, ακριβώς γιατί είναι πιο εύκολο να ευπρεπίσεις τα κτίσματα, παρά να σκύψεις μες στην άβυσσο της ψυχής σου. Δε στιγματίζει την περιπεσούσα γυνή, στηλιτεύει, όμως, την ψευτομετάνισσα,63 και στο πρόσωπό της στηλιτεύει ευθαρσώς την άκρατη υποκρισία που ελλοχεύει στους κόλπους την θρησκευόντων. Στηλιτεύει το ναρκισσισμό της πίστης και τη λανθάνουσα υπερηφάνεια, την αλαζονεία κάποτε και την αυτοπροβολή, μα πόσο εύκολο είναι κανείς να αυτοθαυμάζεται και να αυτοθωπεύει την άκρατη συγκατάβασή του. Πόσο εύκολο είναι να πειστεί για την «αγιοσύνη» του. Ο Παπαδιαμάντης δεν ήταν ακίνδυνος, δεν υπήρξε αφελής, ούτε και συμβιβάστηκε. Είναι ένας τολμηρός στη γραφή, όσο «άτολμος» στάθηκε στη ζωή. Για αυτή την αδυναμία αγαπιέται. Γιατί νιώθεται. Και εγώ σοκάκι είμαι Αν υιοθετήσει κανείς μια οριζόντια ματιά θα καταλήξει σε όσα προηγήθηκαν. Στο ότι ο Παπαδιαμάντης στάθηκε σπλαχνικός και ελεήμων ενώπιον των προσώπων που αντίκριζε καθημερινά, αλλά και αυτών που διασώθηκαν εντός της μνήμης του. Καθώς η μνήμη συνεχίζει να κατισχύει ως έκτη αίσθηση. Τούτο αποτελεί το «κέλυφος» ή το άλλοθί του. Εάν, όμως, διασχίσει τούτο τον οριζόντιο άξονα των προσώπων και των πραγμάτων, εάν επιχειρήσει να διαρρήξει το «μανδύα» και να υπάρξει εντός της ρωγμής ή της τομής εκείνης που θα τον φέρει στον «πυρήνα», θα διαπιστώσει ενδεχομένως ότι ο Σκιαθίτης, γράφοντας για τους άλλους, τον εαυτό του σκιαγραφούσε. Και ότι στων άλλων τα πρόσωπα, το δικό του πρόσωπο σαρκώθηκε. Εγραφε, για να σωθεί, έγραφε γιατί ανέπνεε προς τα έσω, γιατί έζη μόνον ζωήν ενδόμυχον.64 Και επειδή ζούσε μια τέτοια ζωή, και καθώς επέλεξε ένα κελί για το σαρκίο και την ψυχή του, έγινε ο λανθάνων ήρωας των διηγημάτων του. Τη δική του ψυχή αναγνώρισε μες στον πόνο και τη δυστυχία των άλλων. Και με τον τρόπο της γραφής τη διέσωσε. Hτο ο ίδιος ο πλάνης και άστεγος.65 Αυτός που δεν είχε στουν ήλιο μοίρα.66 Ητο ο ξένος, αυτός που επέστρεψε στον οικείο τόπο, αυτός που εισήλθε δειλός εις το χάλασμα εκείνο, που εισήλθεν ασκεπής, κρατών τον πίλον εις τας χείρας, που εγονάτισε, και προσκύνησε, κ' εστήριξε το μέτωπον επί των ψυχρών λίθων της γωνίας εκείνης, και αφού έμεινεν επί τρία λεπτά γονυκλινής, ηγέρθη, εσπόγγισε, τους οφθαλμούς του, και απεμακρύνθη βραδέως.67 Ηταν αυτός που μακρόθεν προσκυνούσε τις μνήμες της νήσου του και μούσκευε τις χάρτινες πλάκες της γραφής του, νοσταλγώντας αθεράπευτα τον παιδικό χρόνο, μα και τον ομφάλιο τόπο, μες στον άξενο τόπο και χρόνο του ενήλικα. Ηταν αυτός που επέστρεφε, μέσα από τα διηγήματά του, συνέχεια επέστρεφε σε κείνο τον τόπο και σε κείνο τον χρόνο, αφού άλλος τρόπος να επιστρέψει δεν υπήρχε. Αφού άλλη επάνοδο στον εαυτό του δεν επέτρεψε. Παρά μονάχα αργά. Λυγίζοντας μπρος στη μοναξιά των ανθρώπων, από τη δική του μοναξιά γονάτιζε. Γιατί ο ίδιος ένιωθε πως «κανένα δεν είχεν εις τον κόσμον», και «ποίος να τον αγαπήση αυτόν»68 και πως «ήτο έρημος».69 Και κάποτε δεν έχει πια ανάκαρα, κουράγιο δεν έχει και αφήνεται και βυθίζεται εντός της χιόνος και υπό το κράτος της άκρας ταπείνωσης. Μα πριν, προφταίνει να ψελλίσει, ηττημένος -ή μήπως νικητής, όπως και εκείνη η Χαναναία, «Και εγώ σοκάκι είμαι, εμορμύρισε... ζωντανό σοκάκι».70 Πόσες φορές το διέσχισα το διήγημα και άλλες πόσες το διέρρηξα, κι ούτε μία δεν στάθηκα πάνω στο κρυφό παράπονο τούτης της ανθρώπινης κραυγής. Ούτε μια δεν διέγνωσα τον καημό της. Την απόγνωση, τη θλίψη, την άκρα μοναξιά. Σαν να μην την είχα διαβάσει. Μα τώρα σκόνταψα για τα καλά. Η κραυγή τούτη, ανθρώπου εγκλωβισμένου στο χιόνι, στη μοναξιά του εγκλωβισμένου, αφοπλίζει με την αλήθεια και τη διαχρονικότητά της. Ενσαρκώνει την ίδια εγκατάλειψη που νιώθει ο σύγχρονος άνθρωπος ως κομμάτι του άξενου κόσμου που τον περιβάλλει. «Επάνω εκινούντο φώτα και άνθρωποι», επάνω, στη θαλπωρή της οικίας υπήρχε ζωή, έξω βασίλευε η μοναξιά, έξω ήταν αυτός, ανυπεράσπιστος και εγκαταλελειμμένος, επάνω, όμως, «ίσως εγίνοντο ετοιμασίαι. Χριστούγεννα, Αη Βασίλης, Φώτα, παραμοναί. Καρδιά του χειμώνος».71 Εξω χτυπούσε ακόμη η καρδιά του μονάχου. Το αστικό σύμπαν που έκλεισε τα παραθυρόφυλλα και τη θύρα στον μπαρμπα Γιαννιό τον Ερωντα είναι το ίδιο ακριβώς -και κατά πολύ χειρότερο- που κλείνει και σήμερα τις θύρες και τα παραθυρόφυλλα από τον φόβο, την αδιαφορία ή την προκατάληψη. Ο έρωτας, θαρρώ, στάθηκε η αφορμή -ή μήπως η βαθύτερη αιτία- για τον Σκιαθίτη, φωνή να δώσει σε τούτη την κραυγή και σε όλα όσα φώλιασαν μέσα της. Μια φωνή λαβωμένη και γι' αυτό φλέγουσα, η φωνή του σύγχρονου "πλησίον". Ο Παπαδιαμάντης κρύβεται για μία ακόμη φορά πίσω από τον ήρωά του, βυθίζεται μαζί του, με την ελπίδα του εξαγνισμού του ενώπιον του Θεού του, αφού από τους ανθρώπους εκδιώχτηκε. Φωνάζει μαζί του, «Μην με προσπερνάτε». Και το σοκάκι τούτο ψυχή έχει και η ψυχή του φωνάζει, «ναι, Κύριε, και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων».72 Και έτσι «απήλθε με την ελπίδα να εύρη εις άλλον κόσμον ολιγωτέραν»73 σκληρότητα ή αδιαφορία, αφού ψίχουλα ζήτησε από τους ανθρώπους και ούτε αυτά δεν πήρε. Στράφηκε έπειτα στον Θεό και από εκεί τα παίρνει, άρτο λαμβάνει, τον άρτο της γραφής. Γι' αυτό και συνεχίζει, αυτοπροσωπογραφίες να δίνει με χρώματα σκαιά: «Χειμών βαρύς, οικία καταρρέουσαν, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Υγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα. Δεν ημπορούσε πλέον να ζήση, να αισθανθή, να χαρή. Δεν ημπορούσε να εύρη παρηγορίαν, να ζεσταθή. Επιε δια να σταθή, έπιε δια να πατήση, έπιε δια να γλιστρήση. Δεν επάτει πλέον ασφαλώς το έδαφος».74 Εις το εξής θα διολισθαίνει ες αεί σε τούτο το χοϊκό έδαφος. Με το 'να πόδι εδώ και με τ' άλλο «γι' αλλού ξεκινημένο».75 Και σέρνει τα βήματά του στα σοκάκια της μεγάλης πολιτείας και στις ρύμες και στα δαιδαλώδη καλντερίμια της και μέσα σ' αυτά τη ζωή του πλέκει και στους διαβάτες τους το άγρυπνο βλέμμα του με πραότητα αφήνει. Σαν χάδι λίαν αγαπημένου. Καθώς να βοηθήσει κανέναν τους δεν το μπορούσε. Δεν είχε τρόπο. Ούτε και τον εαυτό του δεν είχε τρόπο να βοηθήσει. Είχε, όμως, στα χέρια του τον τρόπο της γραφής και τούτη την ελεημοσύνη απλόχερα τη σκόρπισε. Ξορκίζοντας τη θλίψη, τον Θεό ζητώντας μέσα στα μάτια των άλλων. Εγραφε, μα και τον Θεό έψαχνε. Για να τον κρατήσει όρθιο και να του γνέψει μέσα στη σιωπή και στην απόλυτη απουσία. Εγραφε, για να ξαναζήσει ό,τι χάθηκε οριστικά ή για να ζήσει δια της γραφής και ό,τι δεν έζησε. Εγραφε συμπονώντας και κυριολεκτικά πάσχοντας. Εγραφε «μεθ' έρωτος»76 και ο έρωτάς του κατέκλυσε τον ίδιο και τον κόσμο του. Για τούτο και διαρκεί. Κάτω από κάθε λιθαράκι του Θησείου και της Πλάκας, στα μικρά ξωκλήσια της νήσου, μα και στα εκκλησάκια γύρω από την Ακρόπολη, τα πατήματά του διακρίνονται, μα και τ' αχνάρια της ψυχής του. Αυτά που τον οδήγησαν μονάχο ενώπιον «του Κριτού, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου».77 Εκεί στέκεται και περιμένει το έλεος, μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης, για να μαρτυρεί πως «άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου»,78 όπως έγραψε ο Αγιος Αυγουστίνος, άβυσσος, και ποιος εσύ που θα προδικάσεις τον πλησίον σου και θα τον κατατάξεις στους αγίους ή τους αμαρτωλούς, ποιος είσαι εσύ, ο αγνοών την ίδια την ψυχή σου. Πώς θα μιλήσεις για τον άλλον; Για τούτο θέλχτηκε ανεπανόρθωτα από τις συγγενείς ψυχές και τους πονεμένους, όπως αντίστοιχα ο Ρώσος, σαλός και εκείνος δια Χριστόν και δια της γραφής και εκεί πάνω αφέωνται θα τους πουν, τους είπαν δηλαδή, γιατί συνορεύουν οι ψυχές τους με τους αγίους, και λευκοφόρες είναι, ας είν' και καθημαγμένες, ποιος άγιος αναίμακτος εισήλθε, «ανέσπερος έλλην» αυτός ο Σκιαθίτης κατά τον Καρούζο, ανέσπερος κι ο Ντοστογιέφσκι, την παραμυθία ενδύθηκαν οι δυο τους, τον «πόνο κρατώντας στο σωστό το ύψος»,79 μα το ένδυμά τους το ματωμένο δεν το απεκδύθηκαν έως του τέλους. Eξοδος «Κάτω εις το βάθος, εις τον λάκκον, εις το βάραθρον, ως κελάρυσμα ρύακος εις το ρεύμα, φωνή εκ βαθέων αναβαίνουσα, ως μύρον, ως άχνη, ως ατμός, θρήνος, πάθος, μελωδία, ανερχομένη επί πτίλων αύρας νυκτερινής, αιρομένη μετάρσιος, πραεία, μειλιχία, άδολος, ψίθυρος, λιγεία, αναρριχωμένη εις τας ριπάς, χορδίζουσα τους αέρας, χαιρετίζουσα το αχανές, ικετεύουσα το άπειρον, παιδική, άκακος, ελισσομένη, φωνή παρθένου μοιρολογούσης, μινύρισμα πτηνού χειμαζομένου, λαχταρούντος την επάνοδον του έαρος».80 Αυτή υπήρξε η φωνή του Σκιαθίτη στην ελληνική λογοτεχνία. Μια φωνή εκ βαθέων που, μ' όλο τον μετεωρισμό της πάνω από την άβυσσο, λαχταρούσε την επάνοδο του έαρος, την επιστροφή ή την ανάβαση της ψυχής στον απολεσθέντα παράδεισο. Παραπαίοντας κάποτε μεταξύ των δύο ισχυρών ρευμάτων, από τη μια το «θύραθεν» από την άλλη το «εκκλησιαστικό». Διασώζεται, όμως, λόγω της αλήθειας που κουβαλά. Συμφιλιώνεται εντός τους και κολυμπά ανάμεσα, ομολογώντας την αδυναμία του να προσκολληθεί στο ένα από τα δύο άνευ όρων. «Προσεπάθησα να δεηθώ αλλ' ερέμβαζον», γράφει στη «Φαρμακολύτρια», και την ίδια ώρα ορίζει τον τόπο, όπου πρέπει να τον αναζητήσουμε, ενσαρκώνει και αυτός αυτό που ο Κ.Καβάφης ονόμαζε «εν μέρει και εν μέρει», όπως και άλλοι προγενέστεροι, μα και κατοπινοί του. «Πολλοί άλλοι», γράφει ο Ελύτης, «με τις ίδιες αποσκευές έμειναν εδώθε, χωρίς να περάσουν τη γέφυρα». Εκείνος, όμως, «πέταξε ως και το ρούχο του ακόμη για να την περάσει, και να μπορούμε σήμερα εμείς να βλέπουμε, πίσω από την κοσμία του διαγωγή, τον αγιογράφο των μορφών του φυσικού κόσμου, τον ελεύθερο σκοπευτή των οπισθοδρομικών αντιλήψεων της εποχής του». Oπως είπε ο Κώστας Γανωτής, «ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι σαν τον Χριστό του Σινά. Με το ένα μάτι κοιτάει λαίμαργα τη ζωή και με το άλλο κοιτάει το θείο». Γι' αυτό και αγαπιέται, γι' αυτό το λευκό σημάδι που διέσωσε. Επειδή, βέβαια, η χώρα της αθωότητας δεν είναι όπως τη φαντάζονται μερικοί. Εχει τους αγίους της και τ' αγρίμια της, τα παρθένα δάση και τα γαλήνια νερά της και χρειάζεται να 'σαι τέλεια αφοπλισμένος για να προχωρήσεις μέσα της, χρειάζεται να της αφεθείς. Και εκείνος αφέθηκε. |
Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013
ποιητής Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου